πολύπτυχος

πολύπτυχος
-η, -ο / πολύπτυχος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει πολλές πτυχές
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτυχο
(παλαιογρ.) (στην αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη) μικρές ξύλινες πινακίδες με επίστρωση στις επιφάνειές τους φυτικής ρητίνης ή άλλης ύλης συνενωμένες σε βιβλίο, τού οποίου οι σελίδες ήταν το διπλάσιο τών πινακίδων μείον δύο, που αποτελούσαν τα εξώφυλλα, και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την καταγραφή στοιχείων τα οποία έπρεπε να διατηρηθούν
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (βυζ. τεχν.) (ιδίως στην αγιογραφία) περισσότερες από τρεις πινακίδες ενωμένες, στις όψεις τών οποίων είναι ζωγραφισμένες εικόνες τού Χριστού, τής Παναγίας, αγίων ή και άλλες πολυπρόσωπες παραστάσεις από τη ζωή τους
αρχ.
1. (συν. για όρη και ιδίως για την ορεινή λωρίδα τής Φωκίδας) αυτός που έχει πολλές κοιλάδες («ἠδὲ καὶ ὡς τὰ πρῶτα πολύπτυχον ἔσχον Ὄλυμπον», Ησίοδ.)
2. (για θεραπευτικό επίθεμα) αυτός που είναι πολλές φορές διπλωμένος
3. αυτός που έχει πολλές σελίδες, πολυσέλιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί-πτυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύπτυχος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπτυχος — η, ο αυτός που έχει πολλές πτυχές: Πολύπτυχο φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύπτυχον — πολύπτυχος of masc/fem acc sg πολύπτυχος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχοιο — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχοις — πολύπτυχος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχοισι — πολύπτυχος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχου — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχους — πολύπτυχος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπτύχων — πολύπτυχος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπτυχα — πολύπτυχος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”